Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πάντας ἐπ' ἀνθρώπους

См. также в других словарях:

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • English versions of the Nicene Creed in current use — The Nicene Creed, composed in part and adopted at the First Council of Nicea (325) and revised with additions by the First Council of Constantinople (381), is a creed that summarises the orthodox faith of the Christian Church and is used in the… …   Wikipedia

  • φωτίζω — ΝΑ, και φωτάω Ν [φῶς, φωτός] 1. παρέχω φως (α. «η λάμπα φωτίζει το δωμάτιο» β. «ὁ ἥλιος φωτίζει τὸν κόσμον», Διόδ.) 2. μτφ. παρέχω εξηγήσεις, διευκρινίσεις, διαφωτίζω (α. «η ανάκριση φώτισε το έγκλημα» β. «οι Βυζαντινοί σχολιαστές φώτισαν αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • ЧОПОРНЫЙ — ЧОПОРНЫЙ. Слово чопорный вошло в русский литературный язык из живой народной речи. Еще в XVIII в. на нем лежал отпечаток бытового просторечия. В «Словаре Академии Российской» читаем: «Чопорный... В просторечии говорится о щапетком наряде, уборе,… …   История слов

  • αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …   Dictionary of Greek

  • γήθεν — γῆθεν επίρρ. (AM) [γη] από τη γη («Χαῑρε κλῑμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος) αρχ. μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο …   Dictionary of Greek

  • επίτιμος — η, ο (Α ἐπίτιμος, ον) αυτός που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια τού ελεύθερου πολίτη («πάντας ἀνθρώπους ἑκόντες συγγενεῖς κτησώμεθα κἀπιτίμους καὶ πολίτας», Αριστοφ.) νεοελλ. αυτός που έχει τιμητικά κάποιο τίτλο χωρίς να έχει και τα… …   Dictionary of Greek

  • προδιαμαρτύρομαι — Α επικαλούμαι προηγουμένως τη μαρτυρία ενός προσώπου («πάντας ὡς ἂν εἰ προδιαμαρτυρομένη, χάριν τοῡ συντρῑψαι τοὺς Ἀχαιούς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαμαρτύρομαι «επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς και ανθρώπους»] …   Dictionary of Greek

  • υπέρχομαι — ΜΑ 1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.) 2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.) 3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.) 4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»